- φεράλληλος
- -ον, Α(για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδος) αυτός που συνδέεται αμοιβαία με τον άλλο.επίρρ...φεραλλήλως Μμε αμοιβαίο δεσμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -άλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων*), πρβλ. μισ-άλληλος, φιλ-άλληλος].
Dictionary of Greek. 2013.